νομοθετικός

νομοθετικός
-ή, -ό (ΑΜ νομοθετικός, -ή, -όν) [νομοθέτης]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νομοθέτη ή στη νομοθεσία
νεοελλ.
φρ. α) «νομοθετικό σώμα» — εκλεγμένα ή διορισμένα πρόσωπα που έχουν την εξουσία να θεσπίζουν ή να τροποποιούν νόμους
β) «νομοθετικό διάταγμα» — έγγραφη πράξη τού αρχηγού τού κράτους, που κατά κανόνα προσυπογράφεται από τον αρμόδιο υπουργό ή τον πρωθυπουργό ή από το υπουργικό συμβούλιο και η οποία ισοδυναμεί με τυπικό νόμο
αρχ.
1. (για πρόσ.) ικανός, έμπειρος στη νομοθεσία
2. ο αρμόδιος να νομοθετεί
3. το θηλ. ως ουσ. η νομοθετική
(ενν. τέχνη) η νομοθεσία, η θέσπιση νόμων.
επίρρ...
νομοθετικώς και -ά (Α νομοθετικῶς)
από νομοθετική άποψη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νομοθετικός — relating to legislation masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομοθετικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νομοθέτη ή τη νομοθεσία: Νομοθετική εξουσία. – Νομοθετική ρύθμιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νομοθετικά — νομοθετικός relating to legislation neut nom/voc/acc pl νομοθετικά̱ , νομοθετικός relating to legislation fem nom/voc/acc dual νομοθετικά̱ , νομοθετικός relating to legislation fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομοθετικόν — νομοθετικός relating to legislation masc acc sg νομοθετικός relating to legislation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομοθετικαί — νομοθετικός relating to legislation fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομοθετικοῖς — νομοθετικός relating to legislation masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομοθετικοί — νομοθετικός relating to legislation masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομοθετικοῦ — νομοθετικός relating to legislation masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομοθετικούς — νομοθετικός relating to legislation masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομοθετικῆς — νομοθετικός relating to legislation fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”